- προβατικός
- -ή, -ό / προβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πρόβατον]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πρόβατα ή στους τράγους, ο προβάτειος2. φρ. «προβατική πύλη»εκκλ. πύλη στα Ιεροσόλυμα από την οποία περνούσαν τα πρόβατα που επρόκειτο να θυσιαστούνμσν.-αρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβατικήεκκλ. τόπος βοσκής τών προβάτων ως τόπος γέννησης τής Παρθένου Μαρίας2. φρ. «προβατικὸς χορός» — χορός αιγών στο έργο Αἶγες τού Ευπόλιδοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ προβατικόνφόρος που κατέβαλλαν οι ποιμένες, οι ιδιοικτήτες προβάτων.επίρρ...προβατικῶς Ακατά τον τρόπο τού προβάτου.
Dictionary of Greek. 2013.